- ἐπιπερκάζω
- ἐπιπερκ-άζω,A turn dark, of grapes ripening: ἐπιπερκάζειν τριχί begin to get a dark beard, AP11.36 (Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιπερκάζω — ἐπιπερκάζω (Α) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω, μελανιάζω, κυρίως για ώριμα σταφύλια και μτφ. για νεανίες που το πρόσωπό τους γίνεται μαυρειδερό από τα γένεια … Dictionary of Greek
ἐπιπερκάζεις — ἐπιπερκάζω turn dark pres ind act 2nd sg ἐπιπερκάζω turn dark pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)